ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΡΘΡΩΣΗΣ
Οι διαταραχές άρθρωσης σχετίζονται άμεσα με τη διαδικασία πρόληψης ή εκφοράς και διάκρισης φθόγγων και μακροπρόθεσμα μπορεί να διαταράξουν όλη τη διαδικασία της γλωσσικής ανάπτυξης.
Διαταραχές της άρθρωσης γενικά ονομάζονται λανθασμένες ή ατοπικές παραγωγές φθόγγων κατά την ομιλία. Αποτελούν λειτουργικού ή οργανικού τύπου διαταραχές και είναι οι συνηθέστερες διαταραχές λόγου στον πληθυσμό. Το ότι μια διαταραχή της άρθρωσης είναι λειτουργική δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η αντιμετώπιση της είναι απλή.
Παρότι μερικές λειτουργικές διαταραχές της άρθρωσης είναι πραγματικά ψυχογενείς, οι περισσότερες ξεκινούν από λανθασμένη μάθηση ή κακές συνήθειες. Η επιτυχία της θεραπείας έγκειται στην ανακάλυψη των συγκεκριμένων αιτιακών παραγόντων της όποιας λειτουργικής διαταραχής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παιδιά με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης παράγουν περισσότερα λάθη στην άρθρωση παρά παιδιά με κανονική νοημοσύνη. Επίσης, παιδιά με σοβαρά προβλήματα στην άρθρωση συχνά έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην ανάγνωση και τη γραφή. Η λέξη «καθυστέρηση» κατά την εξέταση της άρθρωσης είναι όρος σε αναφορά στην κανονική εξέλιξη του φθόγγου και εξετάζεται
α) ως καθυστέρηση στην εκκίνηση της αρθρωτικής εξέλιξης,
β) ως αργή εξέλιξη και γ) ως σταμάτημα της εξέλιξης πριν την κατάκτηση των μέσων αρθρωτικών ικανοτήτων που παράγει ένας ενήλικας.
Ένα παιδί με καθυστέρηση στην άρθρωση μοιάζει με ένα παιδί που αρθρώνει κανονικά αλλά σε νεότερη ηλικία. Τα λάθη της άρθρωσης (είτε με διαταραχή είτε με καθυστέρηση) χωρίζονται σε:
1. Αντικαταστάσεις π.χ. το [σ] στη λέξη «σούπα» αντικαθίσταται από [θ] , έτσι έχουμε «θουπα»,
2. Παραλήψεις, π.χ. το [σ] στη λέξη «σούπα» παραλείπεται και έτσι έχουμε «ούπα»,
3. Αλλοιώσεις, π.χ. το [σ] στη λέξη «σούπα» παράγεται από ένα μη καταγεγραμμένο φθόγγο, όπως ένα [σ] παραγόμενο με κακή σύγκληση της οδοντοστοιχίας και
4. Προσθέσεις, π.χ. προστίθεται ένας φθόγγος επιπλέον στη λέξη «σούπα» και γίνεται «στουπα».
Οποιαδήποτε ανατομική παρέκκλιση του στοματικού και λοιπού περιφερειακού μηχανισμού των αρθρωτικών οργάνων αποτελεί μια πιθανή αιτία κακής άρθρωσης οργανικού τύπου, δεδομένου ωστόσο ότι η ποιότητα της αρθρωτικής διαταραχής είναι σύστοιχη της παρέκκλισης. Ωστόσο, πολλά άτομα με σοβαρές κατασκευαστικές ανωμαλίες των αρθρωτικών οργάνων έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ικανές στρατηγικές τέτοιες που να μπορούν να αρθρώσουν επαρκώς.
Έτσι, κατασκευαστικές ανωμαλίες και αρθρωτική ικανότητα δεν μπορούν άμεσα πάντα να συσχετισθούν. Πολλές κατασκευαστικές παρεκκλίσεις και σύνδρομα (λυκόστομα, λαγόχειλο, Pradder – Willy σύνδρομο, Rubbinstein – Taydi σύνδρομο κ.λ.π.) συνδέονται με συγκεκριμένα αρθρωτικά μοντέλα.
Μία άλλη πάθηση είναι η «δεμένη γλώσσα», ο κοντός ή ακίνητος χαλινός, η «αγκυλογλωσσία». Συχνά ο χαλινός θεωρείται υπεύθυνος για αρκετά προβλήματα της άρθρωσης, χωρίς όμως αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Έτσι, ο χαλινός κόβεται από το γιατρό, όμως το πρόβλημα δεν λύνεται. Η χειρουργική επέμβαση ενδείκνυται μόνον όταν η κορυφή της γλώσσας είναι πλήρως ακινητοποιημένη. Σε άλλη περίπτωση, η λογοθεραπεία μόνον αρκεί για να ασκήσει και να αποκαταστήσει την κινητικότητα της γλώσσας το μικρό χαλινό.
Η πρόσθια κίνηση της γλώσσας και οι διαταραχές της σύγκλισης είναι θέματα που επίσης συχνά συνδέονται με διαταραχές της άρθρωσης. Η πρόσθια κίνηση της γλώσσας βέβαια έχει άμεση σχέση και με τη μάσηση και κατάποση.
Κατά την αξιολόγηση και τη διάγνωση μιας διαταραχής της άρθρωσης αυτά που πρέπει να διερευνηθούν είναι:
1. Πόσοι και ποιοι φθόγγοι παράγονται λανθασμένα,
2. Η συνέπεια των λανθασμένων παραγωγών,
3. Πόσο επηρεάζουν οι λανθασμένες παραγωγές την κατανόηση της ομιλίας.
Κατόπιν τέσσερα στάδια πρέπει διαδοχικά να μπουν θεραπευτικά σε εφαρμογή:
α] ακουστική αντίληψη και διάκριση των προς κατάκτηση φθόγγων,
β] εκμάθηση ορθής παραγωγής των προς κατάκτηση φθόγγων,
γ] ενδυνάμωση και εμπέδωση της ορθής παραγωγής των φθόγγων και
δ] μετάβαση της ορθής παραγωγής στον αυτόματο λόγο μέσα στη θεραπευτική διαδικασία και κατόπιν ευρύτερα στο κοινωνικό σύνολο του παιδιού.
Τα στάδια αυτά είναι ιδιαίτερα σύνθετες διαδικασίες που εξαρτώνται από την ιδιαιτερότητα του κάθε παιδιού. Έτσι η θεραπεία είναι ορθό να κατευθύνεται από κάποιο ειδικό και όχι από αυτόβουλες προσπάθειες των γονέων. Πρόσθετα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι γονείς μόνο κατόπιν οδηγιών και σε ορισμένα χρονικά πλαίσια πρέπει να διορθώνουν τις λανθασμένες παραγωγές του παιδιού και όχι συνέχεια. Όταν γίνει η σωστή παρέμβαση στον κατάλληλο χρόνο, η πρόγνωση είναι καλή.